- ξηρόφωνον
- ξηρόφωνοςwith a husky voicemasc/fem acc sgξηρόφωνοςwith a husky voiceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξηρόφωνος — ξηρόφωνος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει βραχνή φωνή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηρόφωνον η ξηρότητα τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + φωνος (< φωνή), πρβλ. μακρό φωνος] … Dictionary of Greek